αγριοπούλι

αγριοπούλι
το дикая птица

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αγριοπούλι" в других словарях:

  • αγριοπούλι — το 1. κάθε άγριο πτηνό ερημικών τόπων σε αντίθεση προς τα κατοικίδια 2. ατίθασο κατοικίδιο πτηνό …   Dictionary of Greek

  • αγριοπούλι — το άγριο πουλί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»